Η ιστορία των Φαναρίων
Η ιστορία μας ξεκινά το 1973 όταν η Μαρουλλού και ο Σαββής από το Παλαιχώρι αποφάσισαν να έρθουν στην Αγία Κορώνη, περιοχή στο Παλαιχώρι, στην οποία βρίσκεται σήμερα το εστιατόριο, με σκοπό να καλλιεργήσουν τη γη τους, ούτως ώστε να βγάζουν τα προς το ζην. Με αυτά που αποκόμιζαν από τα χωράφια τους, ζούσαν οι ίδιοι, αλλά και όσα περίσευαν τα πουλούσαν στους περαστικούς. Το 1974 έχτισαν μία μικρή καλύβα για να αποθηκεύουν και να προφυλάσσουν τη παραγωγή τους από τις καιρικές συνθήκες. Λίγο αργότερα, αγόρασαν το πρώτο τους ψυγείο το οποίο λειτουργούσε με πετρέλαιο.
Στα μέσα του 1976 άρχισε να ασφαλτοστρώνεται ο δρόμος Λευκωσίας –Παλαιχωρίου, ο οποίος περνά σήμερα μπροστά από το εστιατόριο. Ένας πρόσφυγας, ο οποίος εργοδοτούσε κάποιους εργάτες στο κτήμα του, ζήτησε από τη κα. Μαρουλλού να φτιάξει ένα μικρό υπόστεγο δίπλα από τη σκιά μιας πολύ μεγάλης ελιάς, η οποία βρισκόταν πάρα πολύ κοντά στον υπό κατασκευή δρόμο, με δικά του έξοδα. Σκόπος του ήταν να πείσει τη κα. Μαρουλλού, να βάλει το ψύγειο μέσα στο υπόστεγο για να έχουν δροσερό νερό ή ένα αναψυκτικό να πιουν, όταν θα έκαναν κάποιο διάλειμμα για να ξεκουραστούν και να δροσιστούν, υπό τη σκιά της ελιάς. Η συγκεκριμένη ελιά, χρονολογείται πέραν των 1000 χρόνων, η οποία σήμερα βρίσκεται μέσα στο εστιατόριο κοσμώντας πλέον το χώρο, αφού γερασμένη πια δεν μπορεί πλέον να προσφέρει το πράσινο και τη δροσερή σκιά της. Έτσι και έγινε, φτιάχτηκε μια παράγγα με τη βοήθεια των υπαλλήλων του δρόμου, οι οποίοι εκτιμούσαν τη κα. Μαρουλλού, γιατί τους κερνούσε καφέ και τους πρόσφερε δροσερό κρύο νερό κάθε μέρα, χωρίς τελικά να χρειαστεί η συνεισφορά του πρόσφυγα.
Τα βράδια, επειδή δεν υπήρχε ακόμα ηλεκτρικό ρεύμα στη περιοχή για να φωτίζουν το χώρο, κρέμαζαν φαναράκια τα οποία λειτουργούσαν με πετρέλαιο, πάνω στα κλαδία της ελιάς. Άπο εκεί μεταγενέστερα εμπνεύστηκαν και το όνομα του εστιατορίου, «Τα Φανάρια της Μαρουλλούς».
Η κα. Μαρουλλού ποτέ δε δεχόταν τα λεφτά που της πρόσφεραν οι περαστικοί για τους καφέδες που έφτιαχνε, γιατί θεωρούσε ότι τους κερνούσε καφέ στο σπίτι της. Ώσπου μια μέρα, κάποιος κύριος που έπινε καφέ συχνά, επέμενε πεισματικά να πληρώσει λέγοντας στη κα. Μαρουλλού ότι ‘’έχετε έξοδα’’, αυτά ήταν και τα πρώτα λεφτά που δέχτηκε. Κάπως έτσι έγινε η αρχή. Ξεκίνησαν να έχουν έσοδα, πέρα από τα λαχανικά και τα όσπρια που παρήγαγαν. Με τη πάροδο του χρόνου, οι περαστικοί ρωτούσαν τη κα. Μαρουλλού αν είχε και φαγητό. Με τη βοήθεια του συζύγου της κα. Σάββα και των δύο τους παιδιών Αντρέα και Τάσο, σημερινούς διευθυντές του εστιατορίου, αναβάθμισαν τη μικρή καλύβα φτιάχνοντας ένα φουρνάκι απ’ έξω. Η κα. Μαρουλλού έφτιαχνε φαγητό, όπως φασόλια, μπάμιες, μελιτζάνες με λίγα λόγια ότι καλλιεργούσε στο χωράφι της.
Το διάστημα αυτό πηγαινοέρχονταν στο Παλαιχώρι, όπου είχαν και το σπίτι τους, με το φορτηγό του κα. Σάββα, ο οποίους δούλευε κουβαλώντας χαλίκι για τη κατασκευή οικοδομών και δρόμων. Αφού είχαν ριζώσει πλέον στην Αγία Κορώνη, έφτιαξαν κάποιες μάντρες και κλουβιά στα οποία είχαν τα ζώα τους, γίδια και κουνέλια, με τα οποία τρέφονταν. Με το φόβο όμως ότι κάποιος θα μπορούσε να ενοχλήσει τη περιουσία τους, δημιουργήθηκε η ανάγκη να εγκατασταθούν σχεδόν μόνιμα, εκεί. Έτσι έφτιαξαν δύο μικρά δωματιάκια για να ξεκουράζονται τα βράδια και να προσέχουν παράλληλα τη περιουσία τους.
Τα χρόνια παιρνούσαν, οι περαστικοί που σταματούσαν στης Μαρουλλούς για καφέ και φαγητό αυξάνονταν, οι γιοι μεγάλωσαν και παντρεύτηκαν, δεν απομακρύνθηκαν όμως από τους γονείς τους. Συνέχισαν να βοηθούν τη μητέρα τους, εξυπηρετώντας τους περαστικούς.
Τη πρώτη δεξίωση την έκανε κάποιος κα. Θεοδόσης, ο οποίος είχε καταγωγή από το Πέλλαπαϊς. Η κα. Μαρουλλού ανάλαβε το φαγητό και ο κα. Θεοδόσης τα τραπέζια και τις καρέκλες. Ήταν περίπου 60 άτομα, για φαγητό, οι οποίοι φυσικά δεν είχαν και ιδιαίτερες απαιτήσεις λόγω των συνθηκών. Η δεξίωση αυτή έγινε περίπου το 1978. Μετά από αυτή τη δεξίωση, όσοι είχαν πρωτοέρθει συνέχισαν να έρχονται για φαγητό στης Μαρουλλούς και να διοργανώνουν και άλλες μικροδεξιώσεις, κυρίως βαπτίσεις. Το ταβερνάκι όλο και μεγάλωνε, αποκτούσε φήμη, είχε περισσότερα έσοδα και με αυτά, συνέχιζαν να το αναβαθμίζουν και φυσικά, να το μεγαλώνουν με τη πάροδο των χρόνων.
Η Μαρουλλού και ο Σαββής από το Παλαιχώρι μαζί με τα δύο τους παιδιά και τις οικογένειες τους, συνεχίζουν μέχρι σήμερα να προσφέρουν τα μέγιστα, για την εξυπηρέτηση των πελατών τους.